
Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάλεξης του Καστοριάδη με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο καθώς εξηγεί μια από τις θεμελιώδεις παθογένειες της σημερινής Ελλάδας, εξηγώντας έτσι και σε μεγάλο βαθμό την "σχιζοφρένεια" του λαού μας. "Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία".. σε όλες της, τις εκφάνσεις..
Απολαύστε το..
ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΜΑΣ Η πολιτισμική στειρότητα της τυφλής λατρείας και μίμησης του παρελθόντος [ O Koρνήλιος Καστοριάδης ανέκαθεν πίστευε, ότι η Ιστορία είναι γνήσια και πρωτότυπη δημιουργία και διαφωνούσε τόσο με την αντίληψη περί ιστορικής “νομοτέλειας”, όσο και με την αντίληψη των θεωρουμένων ως σημαντικών ιστορικών δημιουργιών σαν πρότυπα προς στείρα μίμηση. Το κείμενο αυτό, το οποίο είναι από διάλεξη, που έδωσε ο Κ. Καστοριάδης το 1994 “φωτογραφίζει” εκτός από την δουλική αρχαιολατρεία, τον βυζαντινοθρεμμένο εθνικό κομπλεξισμό, την καθαρευουσιάνικη γλωσσική “καθαρότητα” και -χωρίς να το έχει επιδιώξει- κάποιες άλλες φαιδρές καταστάσεις της σημερινής Ελλάδας (π.χ. χλαμυδοφορίες κ.λπ.) εντάσσοντας στα σωστά ιστορικά τους πλαίσια τις σημερινές γραφικότητες και αντιλήψεις, που ταλανίζουν την νεοελληνική κοινωνία. ] Τι σηµαίνει το γεγονός, ότι διερωτώµεθα για τη σχέση µας µε την Παράδοση; Οτι κατά κάποιον τρόπο έχουµε βγει απ’ την Παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουµε πρώτα-πρώτα εµπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί, που έχουν µείνει κλεισµένοι µέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την Παράδοση σαν Παράδοση: Ζουν µέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αµετάβλητου τρόπου ζωής. Και µπορούµε να το καταλάβουµε και λογικά: Για να διερωτηθούµε για τη σχέση µας µε την Παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληµατική, πρέπει να έχει δηµιουργηθεί µια απόσταση απ’ την Παράδοση. Απόσταση δεν σηµαίνει απεµπόληση ή λησµονιά. Σηµαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντοµη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας µας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης µε την Παράδοση. Ετερόνομες κοινωνίες: Η παθητική σχέση με την Παράδοση Ο πρώτος, που ασφαλώς πρέπει να ήταν και µόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια µέχρι την 1η χιλιετία π.Χ., είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούµε στη γνώση, που έχουµε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις µελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουµε, ότι σε αυτές τις κοινωνίες τρόπος ζωής, έθιµα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εµφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάµεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές. Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν, ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόµοι τους έµειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουµε, όχι µόνο υπάρχει µια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και µια µυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγµής», στιγµής δηµιουργίας και του κόσµου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν µια για πάντα τους νόµους, την τάξη και την οργάνωση του κόσµου και της φυλής. Οι δηµιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως µια ιερή φύση που φυσικά µεταβιβάζουν και στα δηµιουργήµατά τους. Από αυτά απορρέει άµεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσµών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφηµη κάθε ιδέα µεταβολής τους. Οι θεσµοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωµένοι µια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.
Η κλασική Εβραϊκή Παράδοση, που κληρονόµησε και ο Χριστιανισµός και το Ισλάµ, παρ’ όλο που προέρχεται από µια κοινωνία, που µε κανένα τρόπο δεν θα µπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει µια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δηµιούργησε τον κόσµο και τους ανθρώπους, διάλεξε ανάµεσα σ’ αυτούς µια φυλή, στην οποία µια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάµ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόµους του Θεού. Αυτές οι κοινωνίες µπορούν να ονοµαστούν ετερόνοµες, γιατί θεωρούν τους νόµους τους δοσµένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οπιαδήποτε µεταβολή αυτών των νόµων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαµε, η σχέση αυτών των κοινωνιών µε την Παράδοση µπορεί να ονοµαστεί παθητική. Σεβασμός και μεταμόρφωση: Η ενεργητική σχέση με την Παράδοση
Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω µε παραδείγµατα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονοµάζουµε λογοτεχνία. Ξέρουµε, ότι ο Οµηρος έµεινε πάντα ζωντανός στην κλασική Ελλάδα, τα οµηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα µάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουµε όµως επίσης, ότι µετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του µέτρο, το δακτυλικό εξάµετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν δηµιουργούν νέα µέτρα, νέα θέµατα, νέες µορφές ποίησης. Αυτό δεν εµπόδισε τους κλασικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους οµηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείµενα. Αλλά µόνο στην Αλεξανδρινή Εποχή, εποχή παρακµής, µε τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εµφανίζεται µια προσπάθεια µίµησης των οµηρικών επών, φυσικά µε πολύ µέτρια αποτελέσµατα.
Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισμός: Μιά καινούρια σχέση με την Παράδοση Από αυτή τη σκοπιά, τη δηµιουργία µιας καινούργιας σχέσης µε την Παράδοση, ο µόνος αληθινός κληρονόµος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να µακρυγορήσω θα υπενθυµίσω πόσο ο Δυτικοευρωπαϊκός Πολιτισµός από τον 11ο αιώνα και πέρα και υπήρξε επαναστατικά δηµιουργός και διατήρησε µια γνήσια σχέση µε την Παράδοση, που είχε πίσω του είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργηµένη». Η Παράδοση αυτή περιλαµβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη Χριστιανική κληρονοµιά και αργότερα την Ελληνορωµαϊκή κληρονοµιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, µιλώντας πολύ σύντοµα, θα πάρω για παράδειγµα την καταπληκτική εξέλιξη της Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής, που αρχίζει µε µια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της Βυζαντινής και από τον Giotto και µετά παρουσιάζει µια ακατάπαυστη δηµιουργική ανανέωση, που όµως είναι ταυτόχρονα µια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την µουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του Γρηγοριανού Άσµατος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών µελωδών, ρυθµών και τρόπων. Η βαθειά σχέση µεγάλων µουσικών δηµιουργών, όπως οι κλασικοί Γερµανοί, ο Chοpin, o Mussorgsky, o Βυζάντιο: Στείρα, µιµητική και επαναληπτική σχέση με την Παράδοση
Δύο παραδείγµατα µπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και µεταβυζαντινή πολιτισµική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόµησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήµερα από την Αρχαία Ελληνική Γραµατεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την µεταφράζουν οι Αραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Αραβες, όχι µόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά µέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σηµαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.
Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων Ελληνικών κειµένων δηµιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισµό, που βρίσκει το πρώτο του κορύφωµα στην Αναγέννηση αλλά, που οι δονήσεις του δεν σταµατούν∙ περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Ελληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο. Το άλλο παράδειγµα είναι ο Γκρέκο. Παινευόµαστε και ξιπαζόµαστε µε τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουµε τι σηµαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωµένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από Βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασµά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς µαρτυράει την προέλευσή του π.χ. σε παραλλαγές χρωµατικής ή στην περίφηµη επιµήκυνση των προσώπων και των σωµάτων. Αλλά τα αριστουργήµατα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόµητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία µε τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σηµερινοί βυζαντινοκάπηλοί µας δεν στέκονται µια στιγµή να αναρωτηθούν γιατί ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας µας προσφέρουν το παράδειγµα ενός µεταελληνικού πολιτισµού, που έχει κάποια γνώση της Αρχαιότητας σε σχέση µε αυτήν, αλλά που µένει καθηλωµένη σε µια µιµητική, εξωτερική και άγονη σχέση µε την Παράδοση. Σε διαμετρική αντίθεση Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο
Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιµοποίηση της λαϊκής Παράδοσης και τη µεταφορά της στο χώρο της έντεχνης Παιδείας, µε εµφατική εξαίρεση την Ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι ο τεράστιος µουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε µελωδίες, ρυθµούς, κλίµακες και όργανα έµεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έµεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσµητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης. Η σχιζοφρενική μας σχέση με το Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό
![]() Βυζαντινισμός – Νεοδωδεκαθεισμός: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της δουλικής μίμησης. Πάνω που κάποιοι σ’ αυτή τη χώρα της Ρωμιοσύνης πήγαν να ανοίξουν τα μάτια τους από το Βυζαντινό σκοτάδι και να απεγκλωβιστούν από την «παράδοσή» της (βλ. βυζαντινό σχολαστικισμό στην τήρηση των «εθίμων», στην «διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς», στα κοινωνικά «πρωτόκολλα» κ.λπ.) τα ξανάκλεισαν, για να γίνουν δέσμιοι μιάς «επανεφευρεθείσας» (όπως οι ίδιοι την αποκαλούν) δήθεν αντίπαλης παράδοσης, η οποία όμως, αναπαράγει την ίδια ακριβώς παθογένεια από την «ανάποδη»: καταστροφική για τη δημιουργικότητα προγονολατρεία, θρησκευτική αντίληψη και αιτιολόγηση της Eλληνικής ιστορικής δημιουργίας, νοσταλγικές απόπειρες μίμησης κάποιων επιφανειακών και αναχρονιστικών εκδηλώσεων του Eλληνικού Πολιτισμού (που συνεισφέρουν μόνο στο γενικότερο γραφικό νεοελληνικό φολκλόρ), πνευματική στειρότητα και στασιμότητα. Χρώμα στα ράσα άλλαξαν μόνο αφού, παρά την διαμετρική αντίθεση των σημείων αναφοράς τους (Eλληνικός Πολιτισμός – Χριστιανισμός) τα νοητικά τους αντανακλαστικά παραμένουν πανομοιότυπα (βλ. "Παπούα και νεοδωδεκαθεϊστές".) Φαντάζοµαι, ότι δεν περιµένετε από µένα να δώσω συνταγές, για το πώς θα µπορούσαµε να υπερβούµε αυτή τη δραµατική βουβαµάρα, που πολιτισµικά µας χαρακτηρίζει σήµερα. Για ένα πράγµα είµαι βέβαιος: αυτό που από την Ελληνική Ιστορία διαδόθηκε, γονιµοποίησε τον κόσµο και παραµένει σηµείο αναφοράς και πηγή έµπνευσης είναι η αρχαία Ελληνική δηµιουργία και η ανάδυση µέσα από αυτήν των ιδεών της Αυτονοµίας και της Ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη µπόρεσε, µε τη σειρά της, να µεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες είναι, και διότι µπόρεσε να συγκροτήσει µέσα από τις δυο Αναγεννήσεις την κλασική εποχή, το Διαφωτισµό και τις µετέπειτα εξελίξεις, µια σχέση δηµιουργικού διαλόγου κι όχι µιµητικής επανάληψης µε τα αρχαία Ελληνικά σπέρµατα. Για µας σήµερα, αν είµαστε ικανοί να τον συγκροτήσουµε, ένας τέτοιος διάλογος, που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασµό της λαϊκής µας παράδοσης δεν µπορεί παρά να είναι διπλός: και µε τους αρχαίους και µε την τεράστια πολιτιστική κληρονοµιά της Δυτικής Ευρώπης. Οπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο Δυτικός Πολιτισµός περνάει σήµερα µια βαθειά κρίση, που δεν ξέρουµε αν και πότε θα µπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουµε είτε δεν το θέλουµε, στο ίδιο καράβι είµαστε µπαρκαρισµένοι κι εµείς και δεν εννοώ τις οικονοµικές και διπλωµατικές διασυνδέσεις. Αν µπορέσουµε να αφοµοιώσουµε δηµιουργικά τον απέραντο πολιτισµικό πλούτο, που δηµιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία Ελληνική αναφορά- θα µπορέσουµε ίσως να µιλήσουµε µια πραγµατικά δική µας γλώσσα και να παίξουµε την παρτίδα µας σε µια νέα πολιτιστική συµφωνία. Αλλιώς, θα εξακολουθήσουµε να βράζουµε στο ζουµί µας και να καλλιεργούµε την περιθωριακή µας ασηµαντότητα. Κορνήλιος Καστοριάδης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου